- Details
- Category: Byzantine Art & Postmodern Times
- Published: 28 June 2013
- Hits: 2316
Φως εκ Φωτος
Τα αμερικάνικα τοπία του Παπασταμάτη
Το δράμα της εποχής είναι πως η διαφήμιση, η κατανάλωση και η κουλτούρα μπορούν να ταυτίζονται.
Παναγιώτης Κονδύλης, φιλόσοφος (1943-1998)
Στην εποχή που οι εικόνες κατακυριεύουν τα πράγματα επειδή η ορατότητα κατάντησε δυνάστης και που υπάρχει μόνο ό, τι φαίνεται, η ζωγραφική ζητεί εκ νέου να εκπληρώσει την παλιά της αποστολή: Να μεσιτεύσει δια του ορατού στο αόρατο και να ξαναδιεκδικήσει τη ψυχή των πραγμάτων κατοχυρώνοντας όμως πάνω απ’ όλα το σώμα τους.
Αν ο Duchamp μέσα από μία ντανταϊστική άρνηση καταδίκαζε τη ζωγραφική του αμφιβληστροειδούς ως χυδαία, σήμερα η ζωγραφική, υπό προϋποθέσεις, αναλαμβάνει μία σταυροφορία εναντίον της χυδαιότητας του ορατού και διεκδικεί την επιφάνεια-θεοφάνεια εκείνου που κρύβεται πίσω από την όραση. Του σώματος που αναζητεί την αθανασία του. Των σωμάτων-απέραντων τοπίων με το διάφανο φως που ζωγραφίζει ο Παπασταμάτης. Τοπία εμπνευσμένα από τα εθνικά πάρκα των ΗΠΑ δουλεμένα με ανάγλυφες εξπρεσιονιστικές πινελιές και συνθεμένα μέσα από διαρκείς εκρήξεις χρωμάτων. Τοπία τέλος που αποδίδουν το πνευματικό μέσα από την ύλη, που ανασταίνουν τη χλωρίδα και την πανίδα μιας αρχέγονης φύσης με τον παλμό του φωτός και που ονειρεύονται μέσα από την “κόλαση” μιας χειρονομιακής παραφοράς την οπτική γαλήνη εκείνου του παραδείσου που κρύβει ο καθένας από μας μέσα του...
Ας το επαναλάβουμε: Δεν ζούμε στην εποχή της εικόνας, αλλά στην έκπτωση και την ασφυξία των εικόνων. Η δύναμη της τηλεόρασης δεν λειτουργεί κανονιστικά μόνο ως προς την καθημερινή συμπεριφορά μας, αλλά κυρίως ως προς τη σχέση μας με το τι είναι αληθινό και τι ψεύτικο. Έπειτα, καθηλώνοντάς μας με την πειθώ της οπτικοποίησης των πάντων, κατ' ουσίαν απαγορεύει ν' ανακαλύψουμε τον κόσμο από την αρχή και με τις δικές μας δυνάμεις. Όπου κι όπως βρίσκεται ο καθένας: Λόγου χάρη στην Πλάκα, μια γραφική συνοικία των Αθηνών, ανακαλύπτουμε σαν από θαύμα μιαν αγιογραφία στον εξωτερικό τοίχο της Βιβλιοθήκης του Αδριανού, εκεί που στο Μεσαίωνα οι Χριστιανοί έχτισαν τον ναό του Ασωμάτου (Αγγέλου) και που απέναντι πολύ αργότερα ο σκυφτός θρησκευόμενος Σκιαθίτης, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο εθνικός διηγηματογράφος των Ελλήνων έψελνε τα λαμπριάτικά του τροπάρια στο εκκλησάκι του Αγίου Ελισσαίου. Μόλις πενήντα μέτρα πιο πάνω, βόρια-ανατολικά της Βιβλιοθήκης και πίσω από το μνημείο των Αέρηδων βρίσκεται το Τέμενος Φετιχιέ (της Νίκης) που έχτισε ο Μωάμεθ Β' όταν κατέλαβε την Αθήνα. Η θολοδομία του αξιοποιεί όλο το μάθημα της βυζαντινής αρχιτεκτονικής ενώνοντας με την τέχνη αυτά που διαχωρίζουν οι θρησκείες. Τι γοητευτικό πράγμα όταν οι πολιτισμοί συναντιούνται και συμπληρώνονται και όταν το παρελθόν συμφιλιώνεται με το παρόν.
Ειδικότερα στη συνείδησή μου, το όνομα του Παπαδιαμάντη ομοηχεί με αυτό του Παπασταμάτη γιατί αμφότεροι προσεγγίζουν τα πιο σοβαρά θέματα της τέχνης, τη χαρά της ύπαρξης, το αναπόφευκτο του θανάτου, την ανθρώπινη μοίρα και το ρόλο της τέχνης σε αυτήν με μια σοφή παιδικότητα και με ένα βλέμμα παρθένο. Ιδιαίτερα ο Παπασταμάτης, ζώντας στην εποχή του πιο διακοσμητικού μεταμοντέρνου, αλλά και της πιο τυποποιημένης εκδοχής της αγιογραφίας καταφέρνει να έχει προσωπική άποψη για τα πράγματα ανανεώνοντας τόσο την κορεσμένη από ακαδημαϊσμό τοπιογραφία, όσο και την προβλέψιμη από την επανάληψη αγιογραφία.
Τον 17ο αιώνα η ολλανδική ζωγραφική και ο Ρέμπραντ εισηγούνται την αυτόνομη τοπιογραφία, δηλαδή την απόδοση της φύσης ως απόλυτου θέματος κι όχι ως σκηνικού για κάποια ανθρώπινη ιστορία, αλλά και το αστικό τοπίο σαν συμπύκνωμα και σύμβολο της ιεροτελεστίας της καθημερινότητας. Θα 'λεγα πως ο Ολλανδός αστός εκείνης της εποχής είναι ο πρόδρομος του σημερινού μπίζνεσμαν Ευρωπαίου και του Αμερικανού με τις καλλιτεχνικές «ευαισθησίες» αλλά και τη σκληροτράχηλη αίσθηση του συμφέροντος. Ε, λοιπόν, η αφετηρία αυτής της τέχνης και αυτή της κοινωνίας βρίσκεται στις αστικές τοιχογραφίες της Θήρας και στην πόλη του Ακρωτηρίου (Santorini), εκεί δηλαδή όπου πρώτη φορά η ζωγραφική του δυτικού κόσμου συμφιλιώνει το ιδιωτικό με το ιερό και το καθημερινό με το δημόσιο σε σειρά εικόνων που πάλλονται από αίσθηση ζωής, ανοιξιάτικη διάθεση και έκρηξη χρωματικού πάθους. Να κάτι που ποτέ δεν έχουμε διεκδικήσει ως Έλληνες ιστορικοί της τέχνης: Να γράψουμε την ιστορία της ευρωπαϊκής τέχνης μέσα από τη δική μας σκοπιά και με την επιχειρηματολογία που μας δίνουν τα φρέσκα της Σαντορίνης (17ος αι. π.Χ.) με τους ψαράδες-λατρευτές και τις γυναίκες που φέρουν τα γυμνά τους στήθη ως προσφορές με τα διώροφα σπίτια, τα ιερά και τις πλατείες που ήσαν συγχρόνως θρησκευτικά και οικονομικά κέντρα.
Όμοια πως μπορούμε να μιλάμε για Ραβέννα χωρίς τα φαγιούμ και για πρώιμη Αναγέννηση χωρίς το πνευματικό ήθος της Περιβλέπτου του Μυστρά ή του Καχριέ Τζαμιού (Μονής της Χώρας) στην Κωνσταντινούπολη; Λίγο περισσότερο ερμηνευτικό θάρρος από τους ειδικούς και λίγη, ελάχιστη από την φλογερή πίστη χρειάζεται του ζωγράφου-παπά που εκπλήσσεται ακόμα με τις εικόνες του κόσμου. Η οθόνη της τηλεόρασης έχει πάρει στα σύγχρονα σπίτια τη θέση που είχε ήδη από τον 17ο αιώνα στα μικροαστικά νοικοκυριά, φερ' ειπείν της Ολλανδίας, ο πίνακας ζωγραφικής, το ταμπλώ κάποιου μικρού μαιτρ με θέμα συνήθως μιαν ηθογραφία ή ένα πορτρέτο.
Η ζωγραφική τότε, μπορούσε -ακόμη- να λειτουργεί κατευναστικά-παρηγορητικά, να ταξιδεύει με την ψευδαισθητική της ικανότητα τον θεατή. Να υπερασπίζεται δηλαδή έναν άλλο κόσμο πιο γοητευτικό, πιο απελευθερωμένο από τον ισχύοντα και άρα, έστω και sotto voce, να διαμορφώνει μια συνθήκη επαναστατική. Ήδη στις δύο αυτές μικρές προτάσεις που διαβάσατε χρησιμοποίησα για να μιλήσω για τη τέχνη τις μαγικές λέξεις “ελευθερία” και “επανάσταση”. Άρα έχετε το τρίπτυχο διαμορφωμένο: χωρίς τις υπόλοιπες δύο, καμιά δεν μπορεί να ισχύσει πραγματικά ενώ αντίθετα και ο τρεις αλληλοσυμπληρώνονται. Πολύ απλά μπορούμε να υποστηρίξουμε πως η τέχνη (οφείλει να) ανανεώνει ή και να καταργεί παλιότερες μορφές έκφρασης που έχουν εξαντλήσει το περιεχόμενό τους, να εφευρίσκει καινούριες και να ονειρεύεται το μέλλον της. Αυτό κι αν είναι αναγκαία και ικανή συνθήκη. Αυτό κάνει κι ο Παπασταμάτης με την ενότητα “The Dynamic Earth” και ιδιαίτερα με τους πίνακες “Thunder Springs, North Rim”, “Niagara Falls”, “Arizona Cactus” Shellfish of Malibu”, κλπ. Μνήμες από τον Van Gogh, τον Douanier Rousseau αλλά και τον Roubliev επιθυμούν να εξαγάγουν το πνευματικό στοιχείο μέσα από μια ύλη που εκρήγνυται.
Προσωπικά μου αρέσουν οι ζωγράφοι που έχουν εμμονές. Που επιστρέφουν ξανά και ξανά στο ίδιο θέμα, όχι τόσο για να το τελειοποιήσουν -αυτό θα ήταν αφέλεια- αλλά για να τελειοποιήσουν, όσο γίνεται, τον εαυτό τους αυτό σημαίνει αγιοσύνη. Αφού η τέχνη αποτελεί μια μορφή αγιότητας (που όμως δεν φοβάται να αμαρτήσει). Κι αφού η αμαρτία, υπό όρους, δηλαδή όταν εμφορείται από αναπαλλοτρίωτο πάθος, είναι κι αυτή, μορφή αγιότητας. Άρα, με τη σειρά της, διεκδικεί το πρόσωπο (και το προσωπείο) της τέχνης. Αυτές τις σκέψεις μου προκάλεσε η τελευταία ενότητα πινάκων του Παπασταμάτη, επειδή πρωτίστως επαναδιαπραγματεύεται παλιότερα θέματα με ανανεωμένη πίστη και ξαναδοκιμασμένη υπομονή. Επιχειρώντας να καταστήσει ζωντανό, όχι το πραγματικό, αλλά το ονειρικό. Δηλαδή, το αόρατο. Σαν τους βυζαντινούς μαΐστορες ή τους παλαιούς αγιογράφους. Που ζούσαν και δούλευαν στην προ ευκολίας εποχή. Σαν ένα αντίδοτο στην κυρίαρχη χαμέρπεια της εποχής, στη αισθητική της ισοπέδωσης. Εφόσον κι η εποχή μας μοιάζει με τις ντομάτες που τρώμε. Έχουν μεν χρώμα αλλά είναι άνοστες. Ο Πασκάλ έγραφε πως ατενίζοντας το σύμπαν έψαχνε το σχέδιο του θεού. Αντίθετα, εμείς αντιμετωπίζουμε αυτό το σχέδιο σα μουτζούρα. Εμείς, οι εραστές των μαζικών, των βιομηχανοποιημένων και ομοειδών αντικειμένων. Που τα καταναλώνεις και τα πετάς, μιας και αντικαθίστανται τόσο εύκολα. Έτσι όμως, απόλλυται η μονοείδεια των πραγμάτων. Δηλαδή, η ψυχή τους. Σε τρόπον ώστε σήμερα δεν θα μπορούσε ο Vermeer να ζωγραφίσει μια «νεκρή φύση». Επειδή θα αδυνατούσε να βρει αληθινά αντικείμενα και όχι ομοιώματα πραγμάτων, ώστε να οργανώσει τη σύνθεσή του. Αφήστε που θα δυσκολευόταν και σε ανθρώπινα μοντέλα. Επειδή κι οι άνθρωποι όλο και λιγότερο σε κοιτούν στα μάτια. Ειδικά, αν δεν διεκδικούν κάτι από σένα. Και πάλι, τα βλέμματα γίνονται όλο και πιο ανέκφραστα, σαν τις προειρημμένες ντομάτες. Χωρίς το βλέμμα, όμως, δεν υπάρχει επικοινωνία όπως και δεν υπάρχει ζωγραφική. Κι αν σήμερα αντιμετωπίζουμε κρίση της ζωγραφικής είναι, μάλλον, επειδή υφίσταται κρίση στα όρια της απουσίας βλέμματος.
Για τον Παπασταμάτης με την εμπνευσμένη naïveté και τη joie de vivre (χαρά της ζωής), ζωγραφική πρωτίστως σημαίνει στοχαστικό βλέμμα, ιερότητα της ματιάς. Ο πίνακας δεν είναι απλώς μια αφηγηματική φαντασμαγορία, αλλά κάτι το ιερό και το μυστικό. Τα αχανή τοπία του FarWest, οι προκατακλυσμιαίοι βράχοι, τα ύδατα, οι ουρανοξύστες καθώς λαμπυρίζουν στο σκοτάδι δεν είναι τόσο αναπαραστάσεις όσο σχόλια για μια μεταφυσική του χώρου.
Επειδή η ζωγραφική διαθέτει τη σχεδόν μαγική δυνατότητα, παρά τη μαζική της υπερπαραγωγή σ’ όλους τους αιώνες του αστικού πολιτισμού, να κερδίζει απ’ τα λάθη της, να τ’ αφομοιώνει και να επηρεάζει δραματικά τις νεότερες τέχνες της εικόνας που έχουν εν τω μεταξύ εμφανιστεί. Μυστήριο! Αβάσταχτα ταυτολογική πολλές φορές, εμμανώς ανθρωποκεντρική, απαρασάλευτα στατική –τουλάχιστον εξωτερικά– σαφώς αγκυλωμένη από φόρμες που τις σημάδεψε ο χρόνος, δύναται (η ζωγραφική) ακόμη να φθέγγεται με κύρος ερμηνεύοντας την εποχή, σηματοδοτώντας το άγνωστο, δανείζοντας μορφές στο αόρατο. Επιβάλλοντας εντέλει το δικό της μεγαλειώδες όσο και περίκομψο, οπτικό ήθος απέναντι στην ανθρώπινη μοίρα.
ΥΓ. Γι’ αυτούς τους λόγους συνοπτικά καταδικάζουμε τη ζωγραφική της διακόσμησης, γι’ αυτούς τους λόγους αποκηρύσσουμε και τη ζωγραφική που ντρέπεται για το σώμα της κρυμμένη πίσω από αφηρημένες έννοιες και εξυπνακίστικα τρικ. Γι’ αυτό ζητάμε μία ζωγραφική της αποκάλυψης, ένα φως εκ φωτός, το πιο δύσκολο!
Μάνος Στεφανίδης
επ. καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών